Αν ήμουνα πραγματικά Σαρλί, και όχι –πώς να το πω- Σαχλoκουδουνί ; Ιδεοληπτικό Τσιρλιπιπί ; , πως θα σκιαγραφούσα την κατάσταση μου;
Θα με παρίστανα ως Σίσυφο, να σπρώχνω έναν βράχο στην ανηφόρα και, σκυμμένος απρόσωπα στο έργο μου, να απαντάω στην ερώτηση «πως πάνε τα πράγματα;» ενός δεύτερου προσώπου, λέγοντας: «πάνω κάτω, τα ίδια»
Θα με απεικόνιζα ως ένα καλοαναθρεμμένο μοσχάρι που οδεύει μαζί με άλλα σε γραμμή, στην αναπόδραστη πορεία ενός βιομηχανικό σφαγείου , με την απόληξη τούτης της πορείας να υπονοείται από την παρουσία μιας κρεαταγοράς, πέρα στο βάθος του σχεδίου και στο συννεφάκι της λεζάντας θα κατέγραφα τις σκέψεις μου: «υπομονή, το συνηθισμένο άρμεγμα είναι μοναχά, υπομονή, σε περιμένει η έξοδος στη χλόη»
Θα με σχεδίαζα ως ένα Παπαχρονόμορφο χαρωπό κανίς, ανασηκωμένο στα πίσω πόδια του, να αναμένω το κοκαλάκι της επιβράβευσης της υποταγής από τον δαμαστή μου που, εισερχόμενος στον κύκλο του σώου, θα λέει στο συνοδό του: «Κατά βάθος, Νικόλα, τα ζώα του τσίρκου αγαπούνε το θηριοδαμαστή τους. Χωρίς αυτόν θα ήταν αναγκασμένα να αναζητήσουνε μόνα τους την τροφή τους»
Θα με σκιαγραφούσα, σ’ ένα κρεβάτι, καθηλωμένο απ’ τους γύψους μου, συνδεδεμένο με διάφορες οθόνες, να φαίνομαι οργισμένος και στο προσκέφαλο μου δύο γιατροί, με τον έναν να απευθύνεται στον άλλον και να του λέει: «Οι χρονίως καθηλωμένοι, μετά τη φάση της αποδοχής, αποζητούν την εξάρτηση. Μπορεί να γκρινιάζουν και να φωνασκούνε, αλλά, κατά βάθος, νιώθουν ανακουφισμένοι από την παρουσία και μόνον μιας φιγούρας στοργικής.
Κάποιον που θα τους διασφαλίζει τη χορήγηση των αναγκαίων για την επιβίωση τους χαπιών. Θα τους κρατά ψηλά το κεφάλι υποστηρίζοντας το ανασηκωμένο την ώρα τους προσφέρει δυο γουλίτσες νερό για να καταπιούν αυτό που τους προσφέρεται. Αυτόν που θα υποβάλει σε παθητικές κινήσεις τα άκρα τους –και τη ψυχή τους- να αποτρέψει τα τραύματα της κατάκλισης, αυτόν που θα τους βάζει αλοιφή στ’ αυτιά μην τύχει και εξελκωθούν στις άκρες και θα τους προσφέρει τηλεόραση και ίντερνετ να χαζεύουν. Αυτόν που θα φροντίζει να τους κρατά καθαρούς, μαζεύοντας τα δικά τους περιττώματα. Κι όταν η νύχτα φαντάζει αξημέρωτη και το αύριο ματαιωμένο έχουν ανάγκη από κάποιον να τους προσφέρει μια υπόσχεση παρουσίας, έναν παραμυθά να τους αφηγηθεί μια ιστορία να τους νανουρίσει, να αφεθούν στον λυτρωτικό τους τον ύπνο. Χρειάζονται κάποιον να έχουν να τους εξασφαλίσει όλα αυτά. Και για να ξεσπούν την οργή για την ατυχία τους. Χρειάζονται έναν κάποιον εγγυητή όλων αυτών»
Και πάνω απ’ όλα, θα έκανα την καρικατούρα μου, δίχως λεζάντες και λόγια. Θα με εμφάνιζα στις πραγματικές μου διαστάσεις, μ’ ένα τεράστιο κεφάλι , σαν συρφετό ασχημάτιστων μορφών, πρησμένο θαρρείς από τους έσω πνιγμένους σε κατάσταση τυμπανισμού, και το κορμί μου μικρό, όπως γίνεται ο άνθρωπος όταν συρρικνώνεται στο μέγεθος της απραξίας του.
Filed under: ΑΠΟΨΕΙΣ |
Σχολιάστε